ψευδοπροφήτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ψευδοπροφήτης | οι | ψευδοπροφήτες |
| γενική | του | ψευδοπροφήτη | των | ψευδοπροφητών |
| αιτιατική | τον | ψευδοπροφήτη | τους | ψευδοπροφήτες |
| κλητική | ψευδοπροφήτη | ψευδοπροφήτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ψευδοπροφήτης αρσενικό (γενική και ψευδοπροφήτου)
- αυτός που προλέγει ψευδώς για το μέλλον, που δεν κάνει αληθινές προφητείες, που λέει ψέματα για το μέλλον
- ο μη αληθινός προφήτης, ο μη πραγματικός, αυτός που παριστάνει τον προφήτη χωρίς να είναι
Μεταφράσεις
ψευδοπροφήτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.