ψευδοπροφήτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψευδοπροφήτης οι ψευδοπροφήτες
      γενική του ψευδοπροφήτη των ψευδοπροφητών
    αιτιατική τον ψευδοπροφήτη τους ψευδοπροφήτες
     κλητική ψευδοπροφήτη ψευδοπροφήτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψευδοπροφήτης και ψευτοπροφήτης < ελληνιστική λέξη <ψεύδος + προφήτης

Ουσιαστικό

ψευδοπροφήτης αρσενικό (γενική και ψευδοπροφήτου)

  1. αυτός που προλέγει ψευδώς για το μέλλον, που δεν κάνει αληθινές προφητείες, που λέει ψέματα για το μέλλον
  2. ο μη αληθινός προφήτης, ο μη πραγματικός, αυτός που παριστάνει τον προφήτη χωρίς να είναι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.