προφητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προφητικός η προφητική το προφητικό
      γενική του προφητικού της προφητικής του προφητικού
    αιτιατική τον προφητικό την προφητική το προφητικό
     κλητική προφητικέ προφητική προφητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προφητικοί οι προφητικές τα προφητικά
      γενική των προφητικών των προφητικών των προφητικών
    αιτιατική τους προφητικούς τις προφητικές τα προφητικά
     κλητική προφητικοί προφητικές προφητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προφητικός < ελληνιστική κοινή προφητικός (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική prophétique[1] [2] ή σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική prophetic[1])

Επίθετο

προφητικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. προφητικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. προφητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.