πρό
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- πρό < αρχαία πρόθεση πιθανόν συγγενής με τη λατινικό per και το σανσκριτικό par <ίσως από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα per που εικάζεται ότι προϋπήρξε
Πρόθεση
πρό
- (τοπική έννοια) προ, μπροστά σε ένα χώρο
- ↪ πρὸ τειχέων, πρὸ δόμων
- ↪ τὴν πρὸ τοῦ Ἡραίου νῆσον (το νησί πριν το Ηραίο ή έξω από το Ηραίο, μπροστά του)
- για προσδιορισμό απόστασης
- ↪ πρὸ τριάκοντα σταδίων
- για προσανατολισμό
- ↪ πρὸ ἑσπέρης τοῦ βωμοῦ (στα δυτικά του βωμού)
- για να δειχθεί ότι κάποιος προπορεύεται
- ↪ πρὸ δ᾽ ἄρ᾽ αὐτῶν κύνες ἤϊσαν (προηγοούνταν σκύλοι που ιχνηλατούσαν)
- ↪ πρὸ ὁδοῦ ἐγένοντο (προπορεύονταν, πιο μπροστά τους στο δρόμο..)
- (χρονική έννοια) προ, πριν από ένα γεγονός
- ↪ πρὸ τοῦ θανεῖν
- ↪ ὁ πρὸ τοῦ χρόνος
- ↪ πρό τριάκοντα ἡμερῶν (μεταγενέστερη η χρήση με αριθμητικά)
- (υπερασπιστική έννοια ή προτίμηση ή εκτίμηση)
- ↪ πρὸ τῆς Σπάρτης ἀποθνῄσκειν (για τη Σπάρτη)
- ↪ κέρδος αἰνῆσαι πρὸ δίκας (το κέρδος πάνω από το δίκαιο)
- ↪ πρὸ πολλοῦ ποιήσασθαι (όταν κάτι θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικό)
Εκφράσεις
- γῆν πρὸ γῆς ἐλαύνομαι (από τόπο σε τόπο..)
- διώκειν γῆν πρὸ γῆς (παντού)
- πρὸ παντός
Σύνθετα
Οι σημασίες του προ- - Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα προ- στο Βικιλεξικό
|
Με άλλη πρόθεση, την ισχυροποιεί:
|
στα ουσιαστικά |
στα επίθετα |
στα ρήματα
|
στα ρήματα επίσης δείχνει
|
Πηγές
- πρό - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρό - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.