προφήτις

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

προφήτις < αρχαία ελληνική προφῆτις < προφήτης < πρό + φημί

Ουσιαστικό

προφήτις θηλυκό

Συγγενικά

  • ψευδοπροφήτις

Μεταφράσεις

Πηγές

  • προφήτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • προφήτις - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.