θείος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

θείος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θεῖος[1] < θεός

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈθi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θείος
παρώνυμο: θειος

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θείος οι θείοι
      γενική του θείου των θείων
    αιτιατική τον θείο τους θείους
     κλητική θείε θείοι
Δείτε και το μονοσύλλαβο θειος.
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

θείος αρσενικό (θηλυκό θεία)

  1. (οικογένεια) ο αδελφός του πατέρα ή της μητέρας
  2. (οικογένεια) ο εξάδελφος του πατέρα ή της μητέρας
  3. (οικογένεια) ο αδελφός του παππού ή της γιαγιάς
  4. (γενικότερα) κάθε ανιών συγγενής εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, εκτός από τους γονείς και τους παππούδες
  5. στενός οικογενειακός φίλος των γονιών

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Επίθετο

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θείος η θεία το θείο
      γενική του θείου της θείας του θείου
    αιτιατική τον θείο τη θεία το θείο
     κλητική θείε θεία θείο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θείοι οι θείες τα θεία
      γενική των θείων των θείων των θείων
    αιτιατική τους θείους τις θείες τα θεία
     κλητική θείοι θείες θεία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

θείος, -α, -ο (χωρίς παραθετικά)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.