έμπνευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έμπνευση οι εμπνεύσεις
      γενική της έμπνευσης* των εμπνεύσεων
    αιτιατική την έμπνευση τις εμπνεύσεις
     κλητική έμπνευση εμπνεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εμπνεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έμπνευση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔμπνευ(σις) (φύσημα) + -ση ( < αρχαία ελληνική ἐμπνέω < ἐν + πνέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pnew-), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική inspiration.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε έμ- + πνεύση

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈem.bnef.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έμπνευση
παλιότερος συλλαβισμός: έμπνευση

Ουσιαστικό

έμπνευση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.