λάθος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λάθος τα λάθη
      γενική του λάθους των λαθών
    αιτιατική το λάθος τα λάθη
     κλητική λάθος λάθη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λάθος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή λάθος < αρχαία ελληνική λανθάνω, θέμα λαθ-

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈla.θos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λάθος

Ουσιαστικό

λάθος ουδέτερο

  1. καθετί που αποκλίνει από τον κανόνα, κάτι που δε λέγεται ή που δε γίνεται σωστά
    τυπογραφικό λάθος, μαθαίνω από τα λάθη μου
  2. ατυχής επιλογή, πράξη, εκτίμηση μιας κατάστασης
    έκανα λάθος που τους πίστεψα
  3. καθετί που βρίσκεται σε απόσταση από την αλήθεια ή την πραγματικότητα
    απαντήστε με Σωστό ή Λάθος στην παρακάτω άσκηση
  4. η απόκλιση ανάμεσα στην πραγματικη τιμή που προκύπτει από μια μαθηματική πράξη και στην τιμή που βρίσκει κάποιος από αυτήν
    "έχεις κάνει λάθος στη διαίρεση

Εκφράσεις

  • λάθη επί λαθών: αλλεπάλληλα λάθη, το ένα λάθος μετά από το άλλο
  • κατά λάθος: χωρίς να υπάρχει πρόθεση

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
λαθ- 

θέμα -λαθ-

θέμα λανθ- δείτε τη λέξη λανθάνω

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Όροι για τα λάθη στον λόγο:

Μεταφράσεις

Επίρρημα

λάθος

Σημειώσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.