εσφαλμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εσφαλμένος | η | εσφαλμένη | το | εσφαλμένο |
| γενική | του | εσφαλμένου | της | εσφαλμένης | του | εσφαλμένου |
| αιτιατική | τον | εσφαλμένο | την | εσφαλμένη | το | εσφαλμένο |
| κλητική | εσφαλμένε | εσφαλμένη | εσφαλμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εσφαλμένοι | οι | εσφαλμένες | τα | εσφαλμένα |
| γενική | των | εσφαλμένων | των | εσφαλμένων | των | εσφαλμένων |
| αιτιατική | τους | εσφαλμένους | τις | εσφαλμένες | τα | εσφαλμένα |
| κλητική | εσφαλμένοι | εσφαλμένες | εσφαλμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εσφαλμένος < αρχαία ελληνική ἐσφαλμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σφάλλω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική erroné)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σφάλλω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.