κανονικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κανονικός | η | κανονική | το | κανονικό |
| γενική | του | κανονικού | της | κανονικής | του | κανονικού |
| αιτιατική | τον | κανονικό | την | κανονική | το | κανονικό |
| κλητική | κανονικέ | κανονική | κανονικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κανονικοί | οι | κανονικές | τα | κανονικά |
| γενική | των | κανονικών | των | κανονικών | των | κανονικών |
| αιτιατική | τους | κανονικούς | τις | κανονικές | τα | κανονικά |
| κλητική | κανονικοί | κανονικές | κανονικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κανονικός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κανονικός < κανών
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.no.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐νο‐νι‐κός
Επίθετο
κανονικός, -ή, -ό
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
Σύνθετα
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
κανονικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.