αλάνθαστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλάνθαστος η αλάνθαστη το αλάνθαστο
      γενική του αλάνθαστου της αλάνθαστης του αλάνθαστου
    αιτιατική τον αλάνθαστο την αλάνθαστη το αλάνθαστο
     κλητική αλάνθαστε αλάνθαστη αλάνθαστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλάνθαστοι οι αλάνθαστες τα αλάνθαστα
      γενική των αλάνθαστων των αλάνθαστων των αλάνθαστων
    αιτιατική τους αλάνθαστους τις αλάνθαστες τα αλάνθαστα
     κλητική αλάνθαστοι αλάνθαστες αλάνθαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αλάνθαστος < στερητικό α- + λανθάνω (: μου διαφεύγει της προσοχής)

Επίθετο

αλάνθαστος, -η, -ο

  1. που δεν έχει λάθη ή σφάλματα
    αλάνθαστη ορθογραφία
  2. που δεν κάνει λάθη ή σφάλματα
    το ένστικτό μου είναι αλάνθαστο
    Μόνο εκείνος που δεν έχει κάνει τίποτε είναι αλάνθαστος. (Σταύρος Ψυχάρης, Οι μνηστήρες της εξουσίας στο παιχνίδι της αλήθειας)

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.