παράπτωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παράπτωμα | τα | παραπτώματα |
| γενική | του | παραπτώματος | των | παραπτωμάτων |
| αιτιατική | το | παράπτωμα | τα | παραπτώματα |
| κλητική | παράπτωμα | παραπτώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παράπτωμα < αρχαία ελληνική παραπίπτω
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈɾa.pto.ma/
Συγγενικά
- παραπτωματάκι
Μεταφράσεις
παράπτωμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.