μαργαριτάρι
Νέα ελληνικά (el)

Μαργαριτάρια.
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μαργαριτάρι | τα | μαργαριτάρια |
| γενική | του | μαργαριταριού | των | μαργαριταριών |
| αιτιατική | το | μαργαριτάρι | τα | μαργαριτάρια |
| κλητική | μαργαριτάρι | μαργαριτάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαργαριτάρι < μεσαιωνική ελληνική μαργαριτάριον < (ελληνιστική κοινή) μαργαρίτης
Ουσιαστικό
μαργαριτάρι ουδέτερο
- πολύτιμος λίθος που σχηματίζεται μέσα στα όστρακα ορισμένων στρειδιών, με γυαλιστερή και συνήθως σφαιρική εμφάνιση
- (μεταφορικά) σοβαρό γλωσσικό σφάλμα (προφορικό ή γραπτό)
- ↪ Εγώ είμαι πολύ ήρεμη. Δεν *εκβουρλίζομαι με τίποτα.
- ↪ μαργαριτάρια μαθητών από τις εξετάσεις: ...και ο Μέγας Αλέξανδρος διέταξε «Πυρ!» κι έτσι άρχισε η μάχη του Γρανικού.
Συγγενικά
- μαργαριτένιος
- μαργαριτόπλεκτος, μαργαριτόπλεχτος
- ανορθογραφία (για λάθη ορθογραφίας)
- βαρβαρισμός (για λάθη γραμματικής)
- μαργαριτάρι
- λάθος εκ παραδρομής, γλωσσικό ολίσθημα, lapsus
- σαρδάμ (για μπέρδεμα προφοράς)
- σολοικισμός (για λάθη συντακτικού)
- γλώσσα λανθάνουσα
- υπερδιόρθωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.