υπερδιόρθωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερδιόρθωση οι υπερδιορθώσεις
      γενική της υπερδιόρθωσης* των υπερδιορθώσεων
    αιτιατική την υπερδιόρθωση τις υπερδιορθώσεις
     κλητική υπερδιόρθωση υπερδιορθώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερδιορθώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπερδιόρθωση < υπερ- + διόρθωση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική hypercorrection)

Ουσιαστικό

υπερδιόρθωση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.