υπερδιόρθωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπερδιόρθωση | οι | υπερδιορθώσεις |
| γενική | της | υπερδιόρθωσης* | των | υπερδιορθώσεων |
| αιτιατική | την | υπερδιόρθωση | τις | υπερδιορθώσεις |
| κλητική | υπερδιόρθωση | υπερδιορθώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, υπερδιορθώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπερδιόρθωση < υπερ- + διόρθωση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική hypercorrection)
Ουσιαστικό
υπερδιόρθωση θηλυκό
- (γλωσσολογία) η διόρθωση σωστών (γραμματικά, συντακτικά κ.λπ.) τύπων και η χρήση λανθασμένων, που όμως ο ομιλητής / γραφέας για διάφορους λόγους (ιδεολογικούς, ιδεοληπτικούς κ.ά.) πιστεύει ότι είναι σωστοί
- Στη φράση «Αμέσως μετά την είσοδο, πήγε στον Ναό, όπου οργισμένος έδιωξε κακήν κακώς τους εμπόρους και τους αργυραμοιβούς, οι οποίοι είχαν μεταβάλει τον Οίκο του Θεού, από οίκο προσευχής, σε άνδρο ληστών.»(*) η χρήση της λέξης άνδρο αντί του σωστού άντρο αποτελεί υπερδιόρθωση.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.