σφάλμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σφάλμα τα σφάλματα
      γενική του σφάλματος των σφαλμάτων
    αιτιατική το σφάλμα τα σφάλματα
     κλητική σφάλμα σφάλματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σφάλμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σφάλμα < σφάλλω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsfal.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σφάλμα

Ουσιαστικό

σφάλμα ουδέτερο

  • καθετί εσφαλμένο, που δε γίνεται σωστά
    έχω υποπέσει πολλές φορές σε σφάλματα
  • η παραβίαση ενός ηθικού κανόνα
    βαρύ σφάλμα
  • (μαθηματικά) η διαφορά που προκύπτει ανάμεσα στην πραγματική τιμή μιας μαθηματικής πράξης και στην τιμή που προκύπτει μετά από εκτίμηση ή υπολογισμό
     δείτε και τη λέξη σφάλμα κβαντισμού

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Σύνθετα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.