ατόπημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ατόπημα | τα | ατοπήματα |
| γενική | του | ατοπήματος | των | ατοπημάτων |
| αιτιατική | το | ατόπημα | τα | ατοπήματα |
| κλητική | ατόπημα | ατοπήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ατόπημα < ελληνιστική κοινή ἀτόπημα < αρχαία ελληνική ἀ- + τόπος
Ουσιαστικό
ατόπημα ουδέτερο
- η ακατάλληλη για τις περιστάσεις και συνθήκες ενέργεια
- υπέπεσε σε σοβαρά ατοπήματα σχετικά με την υπόθεση
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ατόπημα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.