λανθάνων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λανθάνων
& λανθάνοντας
η λανθάνουσα το λανθάνον
      γενική του λανθάνοντος
& λανθάνοντα
της λανθάνουσας
& λανθανούσης*
του λανθάνοντος
    αιτιατική τον λανθάνοντα τη λανθάνουσα το λανθάνον
     κλητική λανθάνων
& λανθάνοντα
λανθάνουσα λανθάνον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λανθάνοντες οι λανθάνουσες τα λανθάνοντα
      γενική των λανθανόντων των λανθανουσών των λανθανόντων
    αιτιατική τους λανθάνοντες τις λανθάνουσες τα λανθάνοντα
     κλητική λανθάνοντες λανθάνουσες λανθάνοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λανθάνων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λανθάνων, μετοχή ενεστώτα του λανθάνω

Προφορά

ΔΦΑ : /lanˈθa.non/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λανθάνων
ομόηχο: λανθάνον

Μετοχή

λανθάνων, -ουσα, -ον

  1. που παραμένει κρυμμένος και δεν γίνεται αντιληπτός
      Στο πρώτο στάδιο του τοκετού διακρίνονται δύο φάσεις, η λανθάνουσα και η ενεργητική. Η λανθάνουσα φάση χαρακτηρίζεται από ήπιες ωδίνες της μήτρας και διαρκεί περίπου έξι ώρες στην πρωτότοκο και τέσσερις ώρες στην πολύτοκο. (Δυστοκία και μαιευτικές επιπλοκές κατά τον τοκετό ivf-embryo.gr, ανακτήθηκε στις 15/4/2023 )
  2. (καταχρηστικά) που λαθεύει, κάνει λάθος

  • λανθάνοντας

Πολυλεκτικοί όροι

Εκφράσεις

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
λανθᾰνοντ-, ᾰ, όπως στο ουδέτερο λανθάνον
ονομαστική λανθάνων λανθάνουσ τὸ λανθάνον
      γενική τοῦ λανθάνοντος τῆς λανθανούσης τοῦ λανθάνοντος
      δοτική τῷ λανθάνοντ τῇ λανθανούσ τῷ λανθάνοντ
    αιτιατική τὸν λανθάνοντ τὴν λανθάνουσᾰν τὸ λανθάνον
     κλητική ! λανθάνων λανθάνουσ λανθάνον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ λανθάνοντες αἱ λανθάνουσαι τὰ λανθάνοντ
      γενική τῶν λανθανόντων τῶν λανθανουσῶν τῶν λανθανόντων
      δοτική τοῖς λανθάνουσῐ(ν) ταῖς λανθανούσαις τοῖς λανθάνουσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς λανθάνοντᾰς τὰς λανθανούσᾱς τὰ λανθάνοντ
     κλητική ! λανθάνοντες λανθάνουσαι λανθάνοντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λανθάνοντε τὼ λανθανούσ τὼ λανθάνοντε
      γεν-δοτ τοῖν λανθανόντοιν τοῖν λανθανούσαιν τοῖν λανθανόντοιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύων' όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

λανθάνων, -ουσα, -ον

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.