λανθασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λανθασμένος | η | λανθασμένη | το | λανθασμένο |
| γενική | του | λανθασμένου | της | λανθασμένης | του | λανθασμένου |
| αιτιατική | τον | λανθασμένο | τη | λανθασμένη | το | λανθασμένο |
| κλητική | λανθασμένε | λανθασμένη | λανθασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λανθασμένοι | οι | λανθασμένες | τα | λανθασμένα |
| γενική | των | λανθασμένων | των | λανθασμένων | των | λανθασμένων |
| αιτιατική | τους | λανθασμένους | τις | λανθασμένες | τα | λανθασμένα |
| κλητική | λανθασμένοι | λανθασμένες | λανθασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λανθασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος λανθάνω ((μεταφραστικό δάνειο) νέα ελληνική λαθεμένος)
Μετοχή
λανθασμένος -η -ο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.