αλάθητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλάθητος | η | αλάθητη | το | αλάθητο |
| γενική | του | αλάθητου | της | αλάθητης | του | αλάθητου |
| αιτιατική | τον | αλάθητο | την | αλάθητη | το | αλάθητο |
| κλητική | αλάθητε | αλάθητη | αλάθητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλάθητοι | οι | αλάθητες | τα | αλάθητα |
| γενική | των | αλάθητων | των | αλάθητων | των | αλάθητων |
| αιτιατική | τους | αλάθητους | τις | αλάθητες | τα | αλάθητα |
| κλητική | αλάθητοι | αλάθητες | αλάθητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αλάθητος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀλάθητος [1] < ἀ- στερητικό + θέμα λαθ- του ρήματος λανθάνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈla.θi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λά‐θη‐τος
Επίθετο
αλάθητος, -η, -ο
- που δεν κάνει λάθη
- ↪ το ένστικτό μου είναι αλάθητο
- ο απόλυτα αξιόπιστος και σίγουρος
- ↪ η μέθοδός της είναι αλάθητη
- ※ Όλα τα προγράμματα προσαρμόστηκαν εν ριπή οφθαλμού σ' αυτή την αλάθητη συνταγή. (Κωστής Παπαγιώργης, Υπεραστικά)
- (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε το αλάθητο
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αλάθητος
|
- αλάθητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.