αλάθητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλάθητος η αλάθητη το αλάθητο
      γενική του αλάθητου της αλάθητης του αλάθητου
    αιτιατική τον αλάθητο την αλάθητη το αλάθητο
     κλητική αλάθητε αλάθητη αλάθητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλάθητοι οι αλάθητες τα αλάθητα
      γενική των αλάθητων των αλάθητων των αλάθητων
    αιτιατική τους αλάθητους τις αλάθητες τα αλάθητα
     κλητική αλάθητοι αλάθητες αλάθητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αλάθητος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀλάθητος [1] < ἀ- στερητικό + θέμα λαθ- του ρήματος λανθάνω

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈla.θi.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλάθητος

Επίθετο

αλάθητος, -η, -ο

  1. που δεν κάνει λάθη
    το ένστικτό μου είναι αλάθητο
  2. ο απόλυτα αξιόπιστος και σίγουρος
    η μέθοδός της είναι αλάθητη
      Όλα τα προγράμματα προσαρμόστηκαν εν ριπή οφθαλμού σ' αυτή την αλάθητη συνταγή. (Κωστής Παπαγιώργης, Υπεραστικά)
  3. (ουσιαστικοποιημένο)  δείτε  το αλάθητο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.