καρκίνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καρκίνος | οι | καρκίνοι |
| γενική | του | καρκίνου | των | καρκίνων |
| αιτιατική | τον | καρκίνο | τους | καρκίνους |
| κλητική | καρκίνε | καρκίνοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καρκίνος ήδη τον 6ο αιώνα πκε σε απόσπασμα του Ιππώνακτος < 1. (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καρκίνος (για την ασθένεια και το ζώο κάβουρας)[1][2]
- 2. η μεταφορική σημασία (καρκίνωμα, πληγή): μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική cancer ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική cancer[2]
- 3. η αστρολογική και αστρονομική σημασία: (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καρκίνος[2]
Ουσιαστικό
καρκίνος αρσενικό
- (ζωολογία) κάβουρας
- (αστρονομία) ο αστερισμός Καρκίνος
- Καρκίνος: ένα από τα ζώδια, το σύμβολό του καθώς και κάποιος που έχει γεννηθεί από 22/6 έως 22/7
- (ιατρική) ασθένεια, που οφείλεται σε κακοήθη όγκο, που σχηματίζεται από κύτταρα που πολλαπλασιάζονται ανώμαλα
- (βοτανική) ασθένεια των φυτών παρόμοια με την 5
- (μεταφορικά) ανώμαλη και ενοχλητική κατάσταση, καρκίνωμα, πληγή
- είδος στίχου που διαβάζεται το ίδιο από αριστερά προς τα δεξιά και από δεξιά προς τα αριστερά
- ≈ συνώνυμα: καρκινικός στίχος
- Το «νῖψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν» είναι ένας καρκίνος
Συγγενικά
Σύνθετα
-
καρκίνος στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
κάβουρας
|
αστερισμός και ζώδιο
|
ασθένεια
Αναφορές
- καρκίνος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- καρκίνος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | καρκίνος | οἱ | καρκίνοι |
| γενική | τοῦ | καρκίνου | τῶν | καρκίνων |
| δοτική | τῷ | καρκίνῳ | τοῖς | καρκίνοις |
| αιτιατική | τὸν | καρκίνον | τοὺς | καρκίνους |
| κλητική ὦ! | καρκίνε | καρκίνοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καρκίνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | καρκίνοιν | ||
| Στον πληθυντικό και ουδετέρου γένους: τὰ καρκίνα | ||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καρκίνος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *karkros. Υπάρχει πιθανότητα η λέξη να μην έχει ινδοευρωπαϊκή προέλευση αλλά να είναι προελληνική. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
καρκίνος αρσενικό
- (βιολογία) ο κάβουρας (το ζώο)
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 1083
- οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν.
- Ό,τι κι αν κάμεις, ο κάβουρας πάντα λοξά θα βαδίζει.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Συμπόσιονw, 5.5, @scaife.perseus
- λέγεις σύ, ἔφη, καρκίνον εὐοφθαλμότατον εἶναι τῶν ζῴων; πάντως δήπου, ἔφη· ἐπεὶ καὶ πρὸς ἰσχὺν τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄριστα πεφυκότας ἔχει.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 8, 17 p.287, @scaife.perseus
- Ἐκδύνουσι δὲ καὶ οἱ καρκίνοι τὸ γῆρας, οἱ μὲν μαλακόστρακοι ὁμολογουμένως, φασὶ δὲ καὶ τοὺς ὀστρακοδέρμους, οἷον τὰς μαίας. Ὅταν δ’ ἐκδύνωσι, μαλακὰ γίνεται πάμπαν τὰ ὄστρακα, καὶ οἵ γε καρκίνοι βαδίζειν οὐ σφόδρα δύνανται.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 1083
- (ιατρική) έλκος, καρκίνωμα, καρκίνος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Ἀφορισμοί , (Aphorismi), 6.38, @scaife.perseus
- Ὁκόσοισι κρυπτοὶ καρκίνοι γίνονται, μὴ θεραπεύειν βέλτιον· θεραπευόμενοι γὰρ ἀπόλλυνται ταχέως, μὴ θεραπευόμενοι δὲ, πουλὺν χρόνον διατελέουσιν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Ἀφορισμοί , (Aphorismi), 6.38, @scaife.perseus
- (ελληνιστική σημασία) σημείο του ζωδιακού κύκλου, αστερισμός
- όργανο για βασανιστήρια με σιδερένιες χηλές σαν τις δαγκάνες του κάβουρα
- τανάλια, λαβίδα ή άλλο εργαλείο με «δαγκάνα»
- (ανατομία) οστό του κροτάφου
- (γεωμετρικό όργανο) διαβήτης
- είδος πεδίλων
- (ελληνιστική σημασία) είδος επιδέσμου
- είδος κυπέλλου, ποτηριού
Συγγενικά
- καρκινάς (υποκοριστικό του καρκίνος)
- καρκινευτής
- καρκινίας
- καρκίνιον (υποκοριστικό του καρκίνος)
- Καρκινίτης
- Καρκινῖτις
- καρκινοβάτης
- καρκινοειδής
- καρκινόπους
- καρκινόχειρ
- καρκινόχειρες
- καρκινόω
- καρκινώδης
- καρκίνωθρον
- καρκίνωμα
- καρκίνωσις
Πηγές
- καρκίνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καρκίνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.