είδος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | είδος | τα | είδη |
| γενική | του | είδους | των | ειδών |
| αιτιατική | το | είδος | τα | είδη |
| κλητική | είδος | είδη | ||
| Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- είδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εἶδος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wéydos < *weyd- (βλέπω)
- για την ταξινομία < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική species < λατινική species
- για διάφορα αντικείμενα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εἶδος & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική espèce [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.ðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εί‐δος
Ουσιαστικό
είδος ουδέτερο
- η έννοια η οποία μπορεί να θεωρηθεί μέλος ενός ευρύτερου γένους
- ↪ Το θρανίο είναι ένα είδος επίπλου για σχολική χρήση· οι έννοιες "θρανίο" και "έπιπλο" έχουν μεταξύ τους τη σχέση είδους - γένους.
- τα αντικείμενα που πωλούνται
- ↪ Στο κατάστημά μας θα βρείτε μεγάλη ποικιλία σε ηλεκτρικά είδη.
- (ταξινομία) ταξινομική βαθμίδα κατώτερη του γένους
- ↪ Ο σημερινός άνθρωπος ανήκει στο είδος Homo Sapiens του γένους Homo της οικογένειας των Ανθρωπιδών
- σημείωση: τα 'είδη και τα γένη γράφονται με πλάγια γράμματα, οι οικογένειες, με όρθια γράμματα.
- → δείτε και
διωνυμική ονοματολογία στη Βικιπαίδεια

Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ειδικός
Αναφορές
- είδος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.