είδος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το είδος τα είδη
      γενική του είδους των ειδών
    αιτιατική το είδος τα είδη
     κλητική είδος είδη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

είδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εἶδος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wéydos < *weyd- (βλέπω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈi.ðos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: είδος

Ουσιαστικό

είδος ουδέτερο

  1. η έννοια η οποία μπορεί να θεωρηθεί μέλος ενός ευρύτερου γένους
    Το θρανίο είναι ένα είδος επίπλου για σχολική χρήση· οι έννοιες "θρανίο" και "έπιπλο" έχουν μεταξύ τους τη σχέση είδους - γένους.
  2. τα αντικείμενα που πωλούνται
    Στο κατάστημά μας θα βρείτε μεγάλη ποικιλία σε ηλεκτρικά είδη.
  3. (ταξινομία) ταξινομική βαθμίδα κατώτερη του γένους
    Ο σημερινός άνθρωπος ανήκει στο είδος Homo Sapiens του γένους Homo της οικογένειας των Ανθρωπιδών
    σημείωση: τα 'είδη και τα γένη γράφονται με πλάγια γράμματα, οι οικογένειες, με όρθια γράμματα.
     δείτε και  διωνυμική ονοματολογία στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.