καρκινωματώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρκινωματώδης η καρκινωματώδης το καρκινωματώδες
      γενική του καρκινωματώδους της καρκινωματώδους του καρκινωματώδους
    αιτιατική τον καρκινωματώδη την καρκινωματώδη το καρκινωματώδες
     κλητική καρκινωματώδη(ς) καρκινωματώδης καρκινωματώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρκινωματώδεις οι καρκινωματώδεις τα καρκινωματώδη
      γενική των καρκινωματωδών των καρκινωματωδών των καρκινωματωδών
    αιτιατική τους καρκινωματώδεις τις καρκινωματώδεις τα καρκινωματώδη
     κλητική καρκινωματώδεις καρκινωματώδεις καρκινωματώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καρκινωματώδης < καρκίνωμα + -ώδης (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική carcinomateux[1])

Επίθετο

καρκινωματώδης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.