κύτταρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κύτταρο | τα | κύτταρα |
| γενική | του | κυττάρου & κύτταρου |
των | κυττάρων |
| αιτιατική | το | κύτταρο | τα | κύτταρα |
| κλητική | κύτταρο | κύτταρα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κύτταρο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κύτταρον και κύτταρος (κελί κυψέλης) < κύτος και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική cellule[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈci.ta.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κύτ‐τα‐ρο
Ουσιαστικό
κύτταρο ουδέτερο
- (βιολογία) η δομική και λειτουργική μονάδα των ζώντων οργανισμών (με εξαίρεση τους ιούς)
- ↪ Το κύτταρο αποτελεί τη θεμελιώδη μονάδα της ζωής.
- ↪ αρχέγονα κύτταρα, βλαστικά κύτταρα, πλακώδη κύτταρα κ.λπ.
- (μεταφορικά) κάθε βασική δομική μονάδα
- ↪ Η οικογένεια είναι το κύτταρο της κοινωνίας.
Παράγωγα
Σύνθετα
|
-
κύτταρο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
κύτταρο
|
Αναφορές
- κύτταρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.