ζώδιο
Νέα ελληνικά (el)
| τα ζώδια | |
|---|---|
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ζώδιο | τα | ζώδια |
| γενική | του | ζωδίου & ζώδιου |
των | ζωδίων |
| αιτιατική | το | ζώδιο | τα | ζώδια |
| κλητική | ζώδιο | ζώδια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζώδιο < αρχαία ελληνική ζῴδιον
Ουσιαστικό
ζώδιο ουδέτερο
- ο καθένας από τους δώδεκα κύριους αστερισμούς που είναι ορατοί στον ουρανό κατά μήκος της εκλειπτικής
- (αστρολογία) το καθένα από τα 12 διαδοχικά τμήματα στα οποία χωρίζεται η εκλειπτική (και τα οποία δεν συμπίπτουν ολοκληρωτικά με τους αντίστοιχους αστερισμούς)
- (κατ’ επέκταση) το χρονικό διάστημα του έτους κατά το οποίο ο ήλιος βρίσκεται σε καθένα από αυτά τα 12 ίσα τμήματα κατά τη φαινομενική ετήσια περιφορά του γύρω από τη γη
- όσοι γεννιούνται από 23/9 έως 23/10 ανήκουν στο ζώδιο του Ζυγού
Εκφράσεις
- Τι ζώδιο είσαι;: Σε ποιο ζώδιο ανήκεις σύμφωνα με την ημερομηνία γέννησής σου;
Συγγενικά
Τα ζώδια
Κριός - Ταύρος - Δίδυμοι - Καρκίνος - Λέων - Παρθένος - Ζυγός - Σκορπιός - Τοξότης - Αιγόκερως - Υδροχόος - Ιχθείς
Μεταφράσεις
ζώδιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.