ανώμαλα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ανώμαλα
<
ανώμαλος
+
-α
Προφορά
ΔΦΑ
: /
aˈno.ma.la
/
Επίρρημα
ανώμαλα
με
ανώμαλο
τρόπο
Συγγενικά
→
δείτε
τις
λέξεις
ανώμαλος
και
ομαλός
Μεταφράσεις
ανώμαλα
αγγλικά
:
abnormally
(en)
,
irregularly
(en)
γαλλικά
:
anormalement
(fr)
Επίρρημα
ανώμαλα
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
,
ουδέτερου
γένους
του
ανώμαλος
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.