καρκινοειδής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρκινοειδής η καρκινοειδής το καρκινοειδές
      γενική του καρκινοειδούς* της καρκινοειδούς του καρκινοειδούς
    αιτιατική τον καρκινοειδή την καρκινοειδή το καρκινοειδές
     κλητική καρκινοειδή(ς) καρκινοειδής καρκινοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρκινοειδείς οι καρκινοειδείς τα καρκινοειδή
      γενική των καρκινοειδών των καρκινοειδών των καρκινοειδών
    αιτιατική τους καρκινοειδείς τις καρκινοειδείς τα καρκινοειδή
     κλητική καρκινοειδείς καρκινοειδείς καρκινοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καρκινοειδής < αρχαία ελληνική καρκινοειδής

Επίθετο

καρκινοειδής

  1. που μοιάζει με τον καρκίνο / κάβουρα
  2. (ουσιαστικοποιημένο) καρκινοειδές

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.