καρκινοπαθής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρκινοπαθής η καρκινοπαθής το καρκινοπαθές
      γενική του καρκινοπαθούς* της καρκινοπαθούς του καρκινοπαθούς
    αιτιατική τον καρκινοπαθή την καρκινοπαθή το καρκινοπαθές
     κλητική καρκινοπαθή(ς) καρκινοπαθής καρκινοπαθές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρκινοπαθείς οι καρκινοπαθείς τα καρκινοπαθή
      γενική των καρκινοπαθών των καρκινοπαθών των καρκινοπαθών
    αιτιατική τους καρκινοπαθείς τις καρκινοπαθείς τα καρκινοπαθή
     κλητική καρκινοπαθείς καρκινοπαθείς καρκινοπαθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καρκινοπαθής (μαρτυρείται από το 1866)[1]< καρκίν(ος) + -ο- + -παθής, (λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cancéreux)[2]

Επίθετο

καρκινοπαθής, -ής, -ές (και ως ουσιαστικό)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 519, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. καρκινοπαθής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.