Καρκίνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Καρκίνος | οι | Καρκίνοι |
| γενική | του | Καρκίνου | των | Καρκίνων |
| αιτιατική | τον | Καρκίνο | τους | Καρκίνους |
| κλητική | Καρκίνε | Καρκίνοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

ο αστερισμός του Καρκίνου

το ζωδιακό σύμβολο του Καρκίνου
Ετυμολογία
- Καρκίνος < καρκίνος
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaɾˈci.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Καρ‐κί‐νος
Κύριο όνομα
Καρκίνος αρσενικό
- όνομα αστερισμού του βόρειου ημισφαιρίου. Ανήκει στους 48 αστερισμούς που σημειώθηκαν πρώτη φορά στην αρχαιότητα από τον Πτολεμαίο και στους 88 επίσημους αστερισμούς που το 1922 θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση
- συντομογραφία: Cnc
- (αστρολογία) το τέταρτο ζώδιο του ζωδιακού κύκλου που θεωρείται ότι κυριαρχεί από 21 Ιουνίου ως 22 Ιουλίου
Πολυλεκτικοί όροι
- Τροπικός του Καρκίνου
Τα ζώδια
Κριός - Ταύρος - Δίδυμοι - Καρκίνος - Λέων - Παρθένος - Ζυγός - Σκορπιός - Τοξότης - Αιγόκερως - Υδροχόος - Ιχθείς
Μεταφράσεις
Καρκίνος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.