καρκινικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρκινικός η καρκινική το καρκινικό
      γενική του καρκινικού της καρκινικής του καρκινικού
    αιτιατική τον καρκινικό την καρκινική το καρκινικό
     κλητική καρκινικέ καρκινική καρκινικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρκινικοί οι καρκινικές τα καρκινικά
      γενική των καρκινικών των καρκινικών των καρκινικών
    αιτιατική τους καρκινικούς τις καρκινικές τα καρκινικά
     κλητική καρκινικοί καρκινικές καρκινικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καρκινικός < καρκίνος + -ικός

Επίθετο

καρκινικός

  1. που αναφέρεται στον καρκίνο, τους κακοήθεις όγκους
  2. για λέξη ή φράση που μπορεί να διαβαστεί το ίδιο και αντίστροφα
    στην κρήνη της Αγίας Σοφίας υπήρχε η γνωστή καρκινική επιγραφή: «ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ»

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.