καρκίνωσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καρκίνωσῐς αἱ καρκινώσεις
      γενική τῆς καρκινώσεως τῶν καρκινώσεων
      δοτική τῇ καρκινώσει ταῖς καρκινώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν καρκίνωσῐν τὰς καρκινώσεις
     κλητική ! καρκίνωσῐ καρκινώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καρκινώσει
γεν-δοτ τοῖν  καρκινωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρκίνωσις (ελληνιστική κοινή) < καρκινόω / καρκινῶ + -σις < αρχαία ελληνική καρκίνος

Ουσιαστικό

καρκίνωσις θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.