τανάλια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τανάλια | οι | τανάλιες |
| γενική | της | τανάλιας | των | (ταναλιών) |
| αιτιατική | την | τανάλια | τις | τανάλιες |
| κλητική | τανάλια | τανάλιες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

μια τανάλια
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /taˈna.ʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐νά‐λια
Ουσιαστικό
τανάλια θηλυκό
- (κυριολεκτικά) μεταλλικό εργαλείο εξαγωγής καρφιών
- (κατ’ επέκταση) οδοντάγρα
- (μεταφορικά) πιεστική δράση, συμπεριφορά ή κατάσταση
-
Pincers (tool) στην αγγλική Βικιπαίδεια

- πένσα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.