τανάλια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τανάλια οι τανάλιες
      γενική της τανάλιας των (ταναλιών)
    αιτιατική την τανάλια τις τανάλιες
     κλητική τανάλια τανάλιες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μια τανάλια

Ετυμολογία

τανάλια < (άμεσο δάνειο) ιταλική tanaglia / tenaglia < οξιτανική tenalha < λατινική tenacula, πληθυντικός του tenaculum < teneo (κρατώ)

Προφορά

ΔΦΑ : /taˈna.ʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τανάλια

Ουσιαστικό

τανάλια θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) μεταλλικό εργαλείο εξαγωγής καρφιών
     συνώνυμα: ηλάγρα
  2. (κατ’ επέκταση) οδοντάγρα
  3. (μεταφορικά) πιεστική δράση, συμπεριφορά ή κατάσταση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.