καρκινοβάτης
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
καρκινοβάτης
<
καρκίνος
+
βάτης
(<
βαίνω
)
Ουσιαστικό
καρκινοβάτης
αρσενικό
αυτός που
βαδίζει
σαν τον
κάβουρα
καρκινοβατώ
καρκινοβασία
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.