καρκινοφοβία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καρκινοφοβία | οι | καρκινοφοβίες |
| γενική | της | καρκινοφοβίας | των | καρκινοφοβιών |
| αιτιατική | την | καρκινοφοβία | τις | καρκινοφοβίες |
| κλητική | καρκινοφοβία | καρκινοφοβίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
καρκινοφοβία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.