έλκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έλκος τα έλκη
      γενική του έλκους των ελκών
    αιτιατική το έλκος τα έλκη
     κλητική έλκος έλκη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έλκος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἕλκος[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁elḱ-os[2] (ἕλκος) ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική ulcère)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈel.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έλκος

Ουσιαστικό

έλκος ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. έλκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.