cancer

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
cancer cancers

Ουσιαστικό

cancer (en)

  • (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, ιατρική) ο καρκίνος, ασθένεια, που οφείλεται σε κακοήθη όγκο, που σχηματίζεται από κύτταρα που πολλαπλασιάζονται ανώμαλα
    They are doing research on the causes of cancer.
    Κάνουν έρευνες για τα αίτια του καρκίνου.

Συνώνυμα

  • the big C

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

cancer (fr)

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.