όγκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | όγκος | οι | όγκοι |
| γενική | του | όγκου | των | όγκων |
| αιτιατική | τον | όγκο | τους | όγκους |
| κλητική | όγκε | όγκοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- όγκος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὄγκος
- για την ιατρική < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική tumeur [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈoŋ.ɡos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ό‐γκος
- παλιότερος συλλαβισμός : όγ‐κος
Ουσιαστικό
όγκος αρσενικό
- (μαθηματικά) ο χώρος που καταλαμβάνει ένα σώμα
- (ιατρική) μη φυσιολογική μάζα που έχει διευρυνθεί εις βάρος του οργανισμού εντός αυτού
- (συνεκδοχικά) μεγάλος όγκος
Μεταφράσεις
Αναφορές
- όγκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.