όγκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο όγκος οι όγκοι
      γενική του όγκου των όγκων
    αιτιατική τον όγκο τους όγκους
     κλητική όγκε όγκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

όγκος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὄγκος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈoŋ.ɡos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: όγκος
παλιότερος συλλαβισμός: όγκος

Ουσιαστικό

όγκος αρσενικό

  1. (μαθηματικά) ο χώρος που καταλαμβάνει ένα σώμα
  2. (ιατρική) μη φυσιολογική μάζα που έχει διευρυνθεί εις βάρος του οργανισμού εντός αυτού
  3. (συνεκδοχικά) μεγάλος όγκος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.