αντικαρκινικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντικαρκινικός η αντικαρκινική το αντικαρκινικό
      γενική του αντικαρκινικού της αντικαρκινικής του αντικαρκινικού
    αιτιατική τον αντικαρκινικό την αντικαρκινική το αντικαρκινικό
     κλητική αντικαρκινικέ αντικαρκινική αντικαρκινικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντικαρκινικοί οι αντικαρκινικές τα αντικαρκινικά
      γενική των αντικαρκινικών των αντικαρκινικών των αντικαρκινικών
    αιτιατική τους αντικαρκινικούς τις αντικαρκινικές τα αντικαρκινικά
     κλητική αντικαρκινικοί αντικαρκινικές αντικαρκινικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντικαρκινικός < αντι- + καρκινικός

Επίθετο

αντικαρκινικός, -ή, -ό

  1. που συμβάλλει στην καταπολέμηση του καρκίνου
     αντώνυμα: καρκινογόνος
  2. που προκύπτει μετά από συντονισμένες ενέργειες και δραστηριότητες (ιατρικές, ερευνητικές κ.λπ.) εναντίον του καρκίνου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.