ενοχλητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενοχλητικός η ενοχλητική το ενοχλητικό
      γενική του ενοχλητικού της ενοχλητικής του ενοχλητικού
    αιτιατική τον ενοχλητικό την ενοχλητική το ενοχλητικό
     κλητική ενοχλητικέ ενοχλητική ενοχλητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενοχλητικοί οι ενοχλητικές τα ενοχλητικά
      γενική των ενοχλητικών των ενοχλητικών των ενοχλητικών
    αιτιατική τους ενοχλητικούς τις ενοχλητικές τα ενοχλητικά
     κλητική ενοχλητικοί ενοχλητικές ενοχλητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ενοχλητικός < ενοχλώ + -τικός

Επίθετο

ενοχλητικός, -ή, -ό

  • που ενοχλεί, που πειράζει κάποιον ή τον αναστατώνει

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.