καρκινολυτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καρκινολυτικός | η | καρκινολυτική | το | καρκινολυτικό |
| γενική | του | καρκινολυτικού | της | καρκινολυτικής | του | καρκινολυτικού |
| αιτιατική | τον | καρκινολυτικό | την | καρκινολυτική | το | καρκινολυτικό |
| κλητική | καρκινολυτικέ | καρκινολυτική | καρκινολυτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καρκινολυτικοί | οι | καρκινολυτικές | τα | καρκινολυτικά |
| γενική | των | καρκινολυτικών | των | καρκινολυτικών | των | καρκινολυτικών |
| αιτιατική | τους | καρκινολυτικούς | τις | καρκινολυτικές | τα | καρκινολυτικά |
| κλητική | καρκινολυτικοί | καρκινολυτικές | καρκινολυτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καρκινολυτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική carcinolytic < carcinolysis < αρχαία ελληνική καρκίνος + λύσις
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις καρκινόλυση, καρκίνος και λύνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.