πληγή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πληγή οι πληγές
      γενική της πληγής των πληγών
    αιτιατική την πληγή τις πληγές
     κλητική πληγή πληγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πληγή < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική πληγή < πλήττω

Προφορά

ΔΦΑ : /pliˈʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πληγή

Ουσιαστικό

πληγή θηλυκό

  1. μια μικρότερη ή μεγαλύτερη τρύπα ή άνοιγμα στο δέρμα ή / και στους από κάτω ιστούς του σώματος, που έχει προκληθεί από τραυματισμό, αρρώστια κ.λπ.
     συνώνυμα: τραύμα, έλκος
  2. (μεταφορικά) συμφορά, δυστυχία, κακό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.