καρκινοβασία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρκινοβασία οι καρκινοβασίες
      γενική της καρκινοβασίας των καρκινοβασιών
    αιτιατική την καρκινοβασία τις καρκινοβασίες
     κλητική καρκινοβασία καρκινοβασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρκινοβασία < καρκινοβά(της) + -σία, μορφολογικά αναλύεται καρκίν(ος) + -ο- + -βασία, κυριολεκτικά περπάτημα όπως αυτό του καβουριού  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

καρκινοβασία θηλυκό

  • μεγάλη αργοπορία ή οπισθοδρόμηση στην εκτέλεση ενός έργου
      Πού πιστεύετε ότι οφείλεται η καρκινοβασία μας ως κράτους; Στην ανεπάρκεια πλουτοπαραγωγικών πηγών; Στην έλλειψη παιδείας; Στην κακή διοίκηση; Στην ανεπάρκεια της πολιτικής ηγεσίας; Στην ... τουρκοκρατία; Πού; (Βασίλης Αγγελικόπουλος, Φάρος στη σιωπή: κείμενα για τη ζωή και το έργο του Μάνου Χατζιδάκι, εκδόσεις Καστανιώτη, 1997, σελ. 109)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.