ξαναζωντάνεμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξαναζωντάνεμα | τα | ξαναζωντανέματα |
| γενική | του | ξαναζωντανέματος | των | ξαναζωντανεμάτων |
| αιτιατική | το | ξαναζωντάνεμα | τα | ξαναζωντανέματα |
| κλητική | ξαναζωντάνεμα | ξαναζωντανέματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξαναζωντάνεμα < ξαναζωντανεύω
Ουσιαστικό
ξαναζωντάνεμα ουδέτερο
- αναζωογόνωση
Μεταφράσεις
ξαναζωντάνεμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.