ζῶν

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ζῶν ζῶσ τὸ ζῶν
      γενική τοῦ ζῶντος τῆς ζώσης τοῦ ζῶντος
      δοτική τῷ ζῶντ τῇ ζώσ τῷ ζῶντ
    αιτιατική τὸν ζῶντ τὴν ζῶσᾰν τὸ ζῶν
     κλητική ! ζῶν ζῶσ ζῶν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ζῶντες αἱ ζῶσαι τὰ ζῶντ
      γενική τῶν ζώντων τῶν ζωσῶν τῶν ζώντων
      δοτική τοῖς ζῶσῐ(ν) ταῖς ζώσαις τοῖς ζῶσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ζῶντᾰς τὰς ζώσᾱς τὰ ζῶντ
     κλητική ! ζῶντες ζῶσαι ζῶντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ζῶντε τὼ ζώσ τὼ ζῶντε
      γεν-δοτ τοῖν ζώντοιν τοῖν ζώσαιν τοῖν ζώντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'τιμῶν' όπως «τιμῶν» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ζῶν  δείτε το ασυναίρετο ρήμα ζάω, επίσης ζώω

Μετοχή

ζῶν, ζῶσα, ζῶν

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.