ολοζώντανος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολοζώντανος η ολοζώντανη το ολοζώντανο
      γενική του ολοζώντανου της ολοζώντανης του ολοζώντανου
    αιτιατική τον ολοζώντανο την ολοζώντανη το ολοζώντανο
     κλητική ολοζώντανε ολοζώντανη ολοζώντανο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολοζώντανοι οι ολοζώντανες τα ολοζώντανα
      γενική των ολοζώντανων των ολοζώντανων των ολοζώντανων
    αιτιατική τους ολοζώντανους τις ολοζώντανες τα ολοζώντανα
     κλητική ολοζώντανοι ολοζώντανες ολοζώντανα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ολοζώντανος < μεσαιωνική ελληνική ολοζώντανος < ολο- + ζωντανός

Προφορά

ΔΦΑ : /o.loˈzo(n).da.nos/

Επίθετο

ολοζώντανος, -η, -ο

  1. που φαίνεται πραγματικός, πολύ ζωντανός
  2. (μεταφορικά) που έχει μεγάλη ενεργητικότητα ή ζωηρότητα
  3. (μεταφορικά) που περιγράφει κάτι με μεγάλη ενεργητικότητα ή ζωηράδα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.