έντονος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | έντονος | η | έντονη | το | έντονο |
| γενική | του | έντονου | της | έντονης | του | έντονου |
| αιτιατική | τον | έντονο | την | έντονη | το | έντονο |
| κλητική | έντονε | έντονη | έντονο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | έντονοι | οι | έντονες | τα | έντονα |
| γενική | των | έντονων | των | έντονων | των | έντονων |
| αιτιατική | τους | έντονους | τις | έντονες | τα | έντονα |
| κλητική | έντονοι | έντονες | έντονα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- έντονος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔντονος < ἐντείνω < ἐν- + τείνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈen.do.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐ντο‐νος
Επίθετο
έντονος, -η, -ο
- που έχει ένταση και δύναμη
- ↪ έντονος πόνος / έντονη φωνή
- που γίνεται με δύναμη, οξύτητα, επιθετικότητα
- ↪έντονη κίνηση / συζήτηση
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.