παραστατικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραστατικός η παραστατική το παραστατικό
      γενική του παραστατικού της παραστατικής του παραστατικού
    αιτιατική τον παραστατικό την παραστατική το παραστατικό
     κλητική παραστατικέ παραστατική παραστατικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραστατικοί οι παραστατικές τα παραστατικά
      γενική των παραστατικών των παραστατικών των παραστατικών
    αιτιατική τους παραστατικούς τις παραστατικές τα παραστατικά
     κλητική παραστατικοί παραστατικές παραστατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παραστατικός < ελληνιστική κοινή παραστατικός < αρχαία ελληνική παρίστημι < παρά + ἵστημι ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική descriptif[1] [2])

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾa.sta.tiˈkos/

Επίθετο

παραστατικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με παράσταση[3] ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. που παρουσιάζει κάτι εναργώς με ωραίο και ζωηρό τρόπο και γλαφυρό ύφος
  3. (ουσιαστικοποιημένο) παραστατικό / παραστατικά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. παραστατικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. παραστατικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. σε όλες τις σημασίες της λέξης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.