ξαναζωντανεμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξαναζωντανεμένος η ξαναζωντανεμένη το ξαναζωντανεμένο
      γενική του ξαναζωντανεμένου της ξαναζωντανεμένης του ξαναζωντανεμένου
    αιτιατική τον ξαναζωντανεμένο την ξαναζωντανεμένη το ξαναζωντανεμένο
     κλητική ξαναζωντανεμένε ξαναζωντανεμένη ξαναζωντανεμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξαναζωντανεμένοι οι ξαναζωντανεμένες τα ξαναζωντανεμένα
      γενική των ξαναζωντανεμένων των ξαναζωντανεμένων των ξαναζωντανεμένων
    αιτιατική τους ξαναζωντανεμένους τις ξαναζωντανεμένες τα ξαναζωντανεμένα
     κλητική ξαναζωντανεμένοι ξαναζωντανεμένες ξαναζωντανεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /ksa.na.zo(n).da.neˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξαναζωντανεμένος

Μετοχή

ξαναζωντανεμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.