ανάβω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανάβω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀνάβω < αρχαία ελληνική ἀνάπτω

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈna.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανάβω

Ρήμα

ανάβω, αόρ.: άναψα, παθ.φωνή: ανάβομαι, π.αόρ.: ανάφτηκα, μτχ.π.π.: αναμμένος

  1. (μεταβατικό)
    1. βάζω φωτιά σε κάτι
       συνώνυμα: καίω
    2. θέτω σε λειτουργία μια μηχανή ή συσκευή
    3. (μεταφορικά) θυμώνω κάποιον
    4. (μεταφορικά) ερεθίζω σεξουαλικά
  2. (αμετάβατο)
    1. παίρνω φωτιά
        Το σπίτι του γιατρού είναι από ξύλο, ανάβει σαν μπουρλότο. (Κοσμάς Πολίτης, Εroïca, 1937 [μυθιστόρημα])
    2. υπερθερμαίνομαι, είμαι υπερβολικά ζεστός
        Τα μάγουλα, ο λαιμός της κυρα-Πίκας είχαν ανάψει. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
    3. τίθεμαι σε λειτουργία (για μηχανές, συσκευές)
    4. (μεταφορικά) θυμώνω
    5. (μεταφορικά) ερεθίζομαι σεξουαλικά

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.