νεκρός
Νέα ελληνικά (el)

μια νεκρή μέλισσα
Ετυμολογία
- νεκρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική νεκρός
Προφορά
- ΔΦΑ : /neˈkɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐κρός
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νεκρός | η | νεκρή | το | νεκρό |
| γενική | του | νεκρού | της | νεκρής | του | νεκρού |
| αιτιατική | τον | νεκρό | τη | νεκρή | το | νεκρό |
| κλητική | νεκρέ | νεκρή | νεκρό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νεκροί | οι | νεκρές | τα | νεκρά |
| γενική | των | νεκρών | των | νεκρών | των | νεκρών |
| αιτιατική | τους | νεκρούς | τις | νεκρές | τα | νεκρά |
| κλητική | νεκροί | νεκρές | νεκρά | |||
| Και θηλυκό λόγιο: νεκρά | ||||||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
νεκρός, -ή(-ά), ό
- (για οργανισμό) που δε βρίσκεται πια στη ζωή, που έχει πεθάνει, που οι ζωτικές του λειτουργίες έχουν παύσει οριστικά
- (μεταφορικά) που δεν υφίσταται πια, που δεν μπορεί να υπάρξει ξανά
- ο έρωτάς μας είναι πια νεκρός
- (για μηχανές) που δε λειτουργεί πια εξαιτίας μεγάλης βλάβης
- δεν ακούω τίποτα, το τηλέφωνο είναι νεκρό
Συνώνυμα
Σύνθετα
Εκφράσεις
- και νεκρούς ανασταίνει: είναι πολύ νόστιμο, πολύ γευστικό κλπ. (τόσο που και οι νεκροί "ανασταίνονται" για να το δοκιμάσουν)
- κλινικά νεκρός: ιατρικός όρος που δηλώνει ότι κάποιος θεωρείται ότι έχει πεθάνει αλλά με τεχνητά μέσα καταφέρνουν να λειτουργούν ακόμα οι περισσότερες από τις ζωικές λειτουργίες του
- (νεκρά) νεκρή περίοδος: χρονικό διάστημα κατά το οποίο πέφτει υπερβολικά η οικονομική δραστηριότητα λόγω έλλειψης πελατών
- (νεκρά φύση) νεκρή φύση: (για πίνακες ζωγραφικής, σκίτσα, φωτογραφίες κλπ.) έκφραση που δείχνει ότι το περιεχόμενο που προβάλλεται αποτελείται από μη ζωντανούς φυτικούς οργανισμούς όπως κομμένα λουλούδια ή φρούτα
- νεκρή γλώσσα: η γλώσσα που δεν έχει πια ζωντανούς ομιλητές
- νεκρή ζώνη: περιοχή στην οποία έχει απαγορευτεί η διάβαση για στρατιωτικούς λόγους
- νεκρό γράμμα: διάταξη, απόφαση, νόμος κλπ., τα οποία, τελικά, δεν εφαρμόζονται
- νεκρός χρόνος: (αθλητισμός) χρόνος ο οποίος δεν προσμετράται στη συνολική διάρκεια του αγώνα και δεν λαμβάνονται υπόψη τα γεγονότα που γίνονται σε αυτό το διάστημα
- ο νεκρός δεδικαίωται
Μεταφράσεις
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νεκρός | οι | νεκροί |
| γενική | του | νεκρού | των | νεκρών |
| αιτιατική | τον | νεκρό | τους | νεκρούς |
| κλητική | νεκρέ | νεκροί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
νεκρός αρσενικό
- ο άνθρωπος που έχει πεθάνει
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.