ζωντανεμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζωντανεμένος η ζωντανεμένη το ζωντανεμένο
      γενική του ζωντανεμένου της ζωντανεμένης του ζωντανεμένου
    αιτιατική τον ζωντανεμένο τη ζωντανεμένη το ζωντανεμένο
     κλητική ζωντανεμένε ζωντανεμένη ζωντανεμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζωντανεμένοι οι ζωντανεμένες τα ζωντανεμένα
      γενική των ζωντανεμένων των ζωντανεμένων των ζωντανεμένων
    αιτιατική τους ζωντανεμένους τις ζωντανεμένες τα ζωντανεμένα
     κλητική ζωντανεμένοι ζωντανεμένες ζωντανεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ζωντανεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζωντανεύω

Μετοχή

ζωντανεμένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη ζωντανεύω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.