ζωντάνια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ζωντάνια | οι | ζωντάνιες |
| γενική | της | ζωντάνιας | — | |
| αιτιατική | τη | ζωντάνια | τις | ζωντάνιες |
| κλητική | ζωντάνια | ζωντάνιες | ||
| Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζωντάνια < ζωνταν(ός) + -ια (αναδρομικός σχηματισμός)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /zonˈda.ɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζω‐ντά‐νια
Ουσιαστικό
ζωντάνια θηλυκό στον ενικό
- το να είναι κάποιος ζωντανός, να έχει δηλαδή μια ενεργητικότητα, μια έντονη δραστηριότητα
- ζωηράδα, ζωηρότητα, φρεσκάδα
- (μεταφορικά) το να φαίνεται κάτι σαν ζωντανό και παραστατικό, να προκαλεί έντονη εντύπωση
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ζωντάνια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.