ζωντάνια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζωντάνια οι ζωντάνιες
      γενική της ζωντάνιας
    αιτιατική τη ζωντάνια τις ζωντάνιες
     κλητική ζωντάνια ζωντάνιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζωντάνια < ζωνταν(ός) + -ια (αναδρομικός σχηματισμός)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /zonˈda.ɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζωντάνια

Ουσιαστικό

ζωντάνια θηλυκό στον ενικό

  1. το να είναι κάποιος ζωντανός, να έχει δηλαδή μια ενεργητικότητα, μια έντονη δραστηριότητα
  2. ζωηράδα, ζωηρότητα, φρεσκάδα
  3. (μεταφορικά) το να φαίνεται κάτι σαν ζωντανό και παραστατικό, να προκαλεί έντονη εντύπωση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.